πλείθος

πλείθος
τὸ, Α
(βοιωτ. τ.) βλ. πλήθος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πλήθος — το / πλῆθος, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πλεῑθος και δωρ. και αιολ. τ. πλᾱθος, Α 1. μεγάλος αριθμός ανθρώπων, ζώων ή ομοειδών πραγμάτων συγκεντρωμένων στο ίδιο μέρος (α. «πλήθος πουλιών» β. «τα πλήθη τών τουριστών» γ. «η βόμβα εξερράγη ανάμεσα στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”